- ψυχομαχητό
- τοβλ. ψυχομάχημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχομαχητό — το, Ν επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομαχώ + κατάλ. ητό (πρβλ. μουρμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
ψυχομάχημα — το, Ν [ψυχομαχώ] ψυχομαχητό … Dictionary of Greek
χαροπάλεμα — το, ατος το πάλεμα με το Χάρο, τo ψυχομαχητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχομάχημα — το, ατος η αγωνία του θανάτου, το χαροπάλεμα, το ψυχομαχητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχορράγημα — το, ατος το ψυχομάχημα, το ψυχομαχητό, η αγωνία του θανάτου, το χαροπάλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)